Η υφιστάμενη ασάφεια γύρω από το τι μέλλει γενέσθαι αναφορικά με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, φαίνεται να αλλάζει προς όφελος των εργοδοτούμενων, με την μετατροπή τους σε υπαλλήλους αορίστου χρόνου εάν και εφόσον συμπλήρωσαν πέραν των 30 μηνών εργασίας. Το θέμα απασχόλησε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας, το οποίο δικαίωσε έκτακτο καθηγητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με απόφασή του Δικαστηρίου, κατέστησε τον Αιτητή εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου.
Συγκεκριμένα, με την Αίτηση αρ. 118/2012, εργοδοτούμενος ο οποίος εργαζόταν ως εκπαιδευτής ηλεκτρολογίας σε δημόσια σχολεία μέσης τεχνικής εκπαίδευσης από το 2003 μέχρι και το 2012 στη βάση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ζητούσε όπως καταστεί αορίστου χρόνου αφού συμπλήρωσε τους τριάντα μήνες.
Η αίτηση βασίστηκε στις διατάξεις του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003 (Ν.98(Ι)/2003), εναρμονιστικού με τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την υλοποίηση της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη την 18/3/1999 από τους Ευρωπαίους Κοινωνικούς Εταίρους (τη CES, τη UNICE και το CEEP) με σκοπό την αποτροπή της καταχρηστικής συνομολόγησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου από τα Κράτη Μέλη.
Με την Αίτηση του στο Δικαστήριο, ήταν επιδίωξη του Αιτητή όπως του αναγνωριστεί το γεγονός ότι μετά την παρέλευση των τριάντα μηνών θα έπρεπε η σύμβαση εργοδότησής του να καταστεί σύμβαση αορίστου χρόνου. Το Δικαστήριο συμφώνησε και ανέφερε μεταξύ άλλων:
« Είναι προφανές … ότι ο Αιτητής εργάστηκε στην υπηρεσία των Καθ’ ων η αίτηση, από την ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα σε έκτακτη βάση, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από…., με ενδιάμεσες μικρές διακοπές. Ήδη στις … ο Αιτητής είχε συνολική αναγνωρισμένη εκπαιδευτική υπηρεσία που υπερέβαινε τους τριάντα μήνες…. Εν ολίγοις, ο Αιτητής πληρούσε τα χρονικά πλαίσια που θα του επέτρεπαν να θεωρηθεί εργοδοτούμενος αορίστου διαρκείας».
Σχετικά με την θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ήταν αβέβαιο το κατά πόσον θα χρειαζόταν η Υπηρεσία διδακτικό προσωπικό στην ειδικότητα του Αιτητή αφού υπήρχαν και εξακολουθούν προς τούτο να υφίστανται οι πίνακες διοριστέων, το Δικαστήριο απορρίπτοντας την, σημείωσε:
«Κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που έτεινε να καταδείξει ότι με τη λήξη των διαφόρων διαδοχικών συμβάσεων που οι Καθ’ ων η Αίτηση σύναψαν με τον Αιτητή, αναμενόταν με επαρκή ασφάλεια ότι θα εξέλειπε και η ανάγκη για απασχόληση του. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Αιτητής δεν προσλήφθηκε για την εκτέλεση εργασιών που ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι έχουν μια περιορισμένη, κατά κανόνα σύντομη διάρκεια, αλλά για την εκτέλεση πάγιων εργασιών με διαρκή χαρακτήρα».
Καταληκτικά, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αναφερόμενη πιο πάνω Οδηγία δεν επιβάλλει οποιεσδήποτε κυρώσεις για την παραβίασή από τους εργοδότες αλλά κάτι τέτοιο αφέθηκε στην διακριτική ευχέρεια των Κρατών-Μελών. Περαιτέρω, έχοντας ως αυθεντία τον εναρμονιστικό Ν.98(Ι)/2003, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η μοναδική κύρωση που προβλέπεται είναι αποκλειστικά και μόνο η μετατροπή της σύμβασης από ορισμένου σε αορίστου χρόνου και όχι η καταβολή αποζημίωσης ή άλλων ωφελημάτων.
Η Αίτηση, η κατάληξή της ως και το σκεπτικό του Δικαστηρίου δίδει τη δυνατότητα σε υφιστάμενους εργοδοτούμενους κάτω από τα ίδια χαρακτηριστικά εργοδότησης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο Δημόσιο τομέα, εάν και εφόσον πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία και θα αποδείξουν ενώπιον του Δικαστηρίου, να επιτύχουν δικαίωση και να μετατρέψουν τις συμβάσεις τους σε αορίστου χρόνου, με όλα τα συνεπακόλουθα δικαιώματα και ωφελήματα.
Δ.Σύζινος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Δικηγόροι – Νομικοί Σύμβουλοι